μεσολόβιος

μεσολόβιος
-α, -ο
θηλ. και -ος
1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αφορά στους λοβούς ενός οργάνου ή βρίσκεται ανάμεσα τους (α. «μεσολόβιος πλευρίτιδα» β. «μεσολόβιος σχισμή» γ. «μεσολόβιος χώρος»)
2. (το ουδ., ως ουσ.) το μεσολόβιο
ανατ. μεγάλος εγκάρσιος σύνδεσμος ανάμεσα στα εγκεφαλικά ημισφαίρια ο οποίος βρίσκεται στο βάθος τής επιμήκους σχισμής τού εγκεφάλου, καλύπτεται από την υπερμεσολόβιο έλικα κάθε ημισφαιρίου και εμφανίζει από πίσω προς τα εμπρός το σπληνίο, το στέλεχος (σώμα), το γόνυ και το ρύγχος
3. φρ. «μεσολοβίου σύνδρομο») ιατρ. σύνδρομο που οφείλεται σε θέση εκτός κυκλώματος τού μεσολοβίου, λόγω διακοπής τών ινών που τό απαρτίζουν, με συνέπεια την αποσύνδεση τών δύο ημισφαιρίων τού εγκεφάλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσολόβιο — το βλ. μεσολόβιος …   Dictionary of Greek

  • υπερμεσολόβιος — α, ο, Ν φρ. «υπερμεσολόβια έλικα» ανατ. έλικα τού ρινικού εγκεφάλου, που αποτελεί υποδιαίρεση τής ψαλιδωτής έλικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + μεσολόβιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”